ΣΜΕΔ – Μετά όπως και πριν (Κατώτατες αμοιβές & Πνευματικά δικαιώματα)

Καθώς η χώρα μοιάζει να βγαίνει από ένα ιδιόμορφο και μακρόχρονο λοκντάουν, έρχεται η στιγμή για έναν απολογισμό αυτής της περιόδου. Στο χώρο του βιβλίου, από πολλές πλευρές διαπιστώνεται ότι «οι πωλήσεις βιβλίων όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά αυξήθηκαν […] οι αγορές βιβλίων τα Χριστούγεννα του 2020 σημείωσαν ρεκόρ πωλήσεων, οι εκδότες δεν ανέστειλαν το εκδοτικό τους πρόγραμμα και […] νέα βιβλία γέμισαν τις προθήκες των (ψηφιακών και κανονικών) βιβλιοπωλείων» (από άρθρο σε σοβαρή εφημερίδα του συντηρητικού χώρου). Όμως, οι αμοιβές μεταφραστών-επιμελητών-διορθωτών, όχι μόνο δεν ακολούθησαν αυτή την άνθιση αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, έμειναν στάσιμες ή, όχι σπάνια, υποχώρησαν (με το αιώνιο επιχείρημα ότι «οι καιροί είναι δύσκολοι», «πρέπει όλοι να βάλουμε πλάτη» κοκ).
     Έχοντας την εκτίμηση ότι η επόμενη περίοδος θα είναι κρίσιμη, σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση και την ανάκτηση των εργατικών δικαιωμάτων, και καθώς πολλές σχετικές συζητήσεις έχουν ξεκινήσει ή θα ξεκινήσουν, θεωρούμε ότι δεν είναι άχρηστο να υπενθυμίσουμε την πάγια θέση του συλλόγου για κατώτατες αποδεκτές αμοιβές. Η λογική είναι απλή:

Οι κατώτατες αποδεκτές αμοιβές εδράζονται στην αντικειμενική παραδοχή ότι ως μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, υποτιτλιστές, δεν είμαστε ούτε «συνεργάτες» ούτε «προμηθευτές» των εργοδοτών μας, όπως και οι τελευταίοι δεν είναι παρά μόνο κατ’ όνομα «πελάτες» μας. Με το σκεπτικό του καθορισμού κατώτατων αποδεκτών αμοιβών θέλουμε να αναδείξουμε το γεγονός ότι δεν πουλάμε προϊόντα, «κομμάτια» ή «πακέτα», αλλά επιτελούμε εργασία, η οποία απαιτεί χρόνο και μόχθο, ενώ την αμοιβή μας δεν την ορίζουμε εμείς, ως άλλοι έμποροι ή επιχειρηματίες, αλλά η «ελεύθερη αγορά», δηλαδή οι εργοδότες, ως «τιμή», αφού προϋπολογίσουν τα προσδοκώμενα «κέρδη» τους. […] Ως εργαζόμενοι, λοιπόν, θεωρούμε λογικό –όπως είναι ήδη ο κανόνας για συναδέλφους σε πολλά μέρη του κόσμου– να κοστολογούμε τη δουλειά μας βάσει μιας ωριαίας αμοιβής που θα μας επιτρέπει να ζούμε αξιοπρεπώς από την εργασία μας. Η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι ο καθορισμός μιας ωριαίας αμοιβής είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να υπολογιστεί από τη δική μας σκοπιά, με γνώμονα δηλαδή τις συλλογικές ανάγκες των εργαζομένων στον κλάδο μας, η αξία της δουλειάς μας. […] Μετά από πολύμηνη διεξοδική μελέτη των αποτελεσμάτων [του ερωτηματολογίου] αναφορικά με τις πραγματικές και τις επιθυμητές αμοιβές συναδέλφων όλων των ειδικοτήτων (μεταφραστές, υποτιτλιστές, επιμελητές-διορθωτές), καταλήξαμε ότι η ελάχιστη αποδεκτή ωριαία αμοιβή για όλες τις εργασίες των συναδέλφων είναι τα 10 ευρώ. Για τον καθορισμό του ποσού αυτού συνυπολογίσαμε όλες τις ιδιαιτερότητες της δουλειάς ενός εργαζόμενου που βαφτίζεται «ελεύθερος επαγγελματίας» […]

Δεν είναι άχρηστο, επίσης, να υπενθυμίσουμε την πάγια θέση του συλλόγου για τα πνευματικά δικαιώματα (βλ. επίσης εδώ και εδώ). Στην περίπτωσή τους, μάλιστα, βλέπουμε ότι η εφαρμογή του νόμου είναι …προαιρετική – σε χτυπητή αντίθεση με τη λεπτεπίλεπτη ευαισθησία όσων ανιχνεύουν, αλλού κι αυτόματα, «παράβαση νόμων» με επίκληση των «διατάξεων περί ελεύθερου ανταγωνισμού», δηλ. σε περιπτώσεις όπου υπάρχει, τουλάχιστον, καταχρηστική και μεροληπτική ερμηνεία της νομοθεσίας (οι εργαζόμενοι δεν είναι επιχειρηματίες). Συχνά, μάλιστα, οι υπερευαίσθητοι «νομιμόφρονες» στη μία περίπτωση (των κατώτατων αμοιβών) και οι ελαστικοί ή χοντρόπετσοι παραβάτες στην άλλη (πνευματικά δικαιώματα) είναι τα ίδια άτομα ή οι ίδιες δυνάμεις.
     Το σίγουρο είναι ότι μόνο ο διαρκής αγώνας των εργαζόμενων, συσπειρωμένων γύρω από τις συλλογικότητές τους, μπορεί να αλλάξει τους συσχετισμούς δυνάμεων και να βελτιώσει την κατάστασή τους.